-
1 недра
-
2 внутренность
1. (угла) τα εσο)τερικά σημεία (μιας γωνίας) 2. -й мн. (анат) τα εντόσθιατα σπλάχνατα σωθικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > внутренность
-
3 утроба
1. (внутренняя часть живота человека или животного) τα σπλάχνατα εντόσθια2. (внутренняя часть чего-л.) το εσωτερικό (μέρος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > утроба
-
4 bowel
1) ((usually in plural) the part of the digestive system below the stomach; the intestines: The surgeon removed part of her bowel.) έντερο2) ((in plural) the inside of something, especially when deep: the bowels of the earth.) σπλάχνα• -
5 inside
1. noun1) (the inner side, or the part or space within: The inside of this apple is quite rotten.) εσωτερικό,μέσα(μέρος)2) (the stomach and bowels: He ate too much and got a pain in his inside(s).) σπλάχνα2. adjective(being on or in the inside: the inside pages of the newspaper; The inside traffic lane is the one nearest to the kerb.) εσωτερικός3. adverb1) (to, in, or on, the inside: The door was open and he went inside; She shut the door but left her key inside by mistake.) (από)μέσα2) (in a house or building: You should stay inside in such bad weather.) μέσα (στο σπίτι ή σε άλλο κτίριο)4. preposition1) ((sometimes (especially American) with of) within; to or on the inside of: She is inside the house; He went inside the shop.) μέσα σε2) ((sometimes with of) in less than, or within, a certain time: He finished the work inside (of) two days.) μέσα σε, σε διάστημα• -
6 недра
недр πλθ. το εσωτερικό της γης, τα έγκατα. || μτφ. τα σπλάχνα, τα κατάβαθα, τα μύχια•в -ах души στα κατάβαθα της ψυχής.
-
7 нутро
-а ουδ.1. (απλ.) τα σωθικά, εντόσθια, σπλάχνα.2. (κυρλξ. κ. μτφ.) το εσωτερικό.3. μτφ. διαίσθηση, ένστικτο.4. έμπνευση, ενθουσιασμός• οίστρος.εκφρ.не по -у – δεν είναι του γούστου, δε γουστάρει, δεν αρέσει. -
8 потроха
-ов πλθ. (ενκ. σπάνια потрох -а α.)εντόσθια, σπλάχνα•куриные потроха τα εντόσθια της κότας.
εκφρ.выпустить -а – ξεκοιλιάζω (σκοτώνω)•со своими -ами – με όλα τα υπάρχοντα μου, με ό,τι έχω και δεν έχω. -
9 утроба
-ы θ.1. κοιλιά•в -е матери στην κοιλιά της μάνας.
|| σπλάχνα, εντόσθια..μτφ. ένστιχτο, διαίσθηση.2. το εσωτερικό.εκφρ.ненасытая утроба – (απλ.) άνθρωπος λαίμαργος, αδηφάγος, κοιλιόδουλος• φαγάς.
См. также в других словарях:
σπλάχνα — τα βλ. σπλάχνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… … Dictionary of Greek
σπλάγχνο — το / σπλάγχνον, ΝΜΑ, και σπλάχνο Ν και σπλάγχανον Α 1. συν. στον πληθ. τα σπλάγχνα α) τα όργανα τού σώματος που βρίσκονται μέσα στις μεγάλες κοιλότητες τού οργανισμού, στην κρανιακή, στη θωρακική, στην κοιλιακή και στην πυελική β) τα σωθικά,… … Dictionary of Greek
σπλάχνο — το (κυρίως στον πληθ. σπλάχνα, τα) 1. εντόσθια: Οι μάντεις στην αρχαιότητα προέβλεπαν το μέλλον εξετάζοντας τα σπλάχνα των ζώων. 2. βάθη της γης, έγκατα: Η γη ξερνούσε από τα σπλάχνα της τη λάβα. 3. «Είναι σπλάχνο μου», είναι παιδί μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άσπλαχνος — (AM ἄσπλαγχνος) αυτός που δεν έχει μέσα του σπλάχνα, που δεν έχει καρδιά, ο άκαρδος, ο ανηλεής, ο απάνθρωπος αρχ. 1. ο δειλός 2. αυτός που δεν τρώει σπλάχνα ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλάγχνον το νεοελλ. άσπλαχνος < άσπλαγχνος με απλοποίηση του… … Dictionary of Greek
ιεροσκοπία — Κλάδος της ιερομαντείας που απέβλεπε στην εξέταση των ιερών, δηλαδή των σφαγίων που προσφέρονταν στον θεό. Ο τρόπος που βάδιζε το θύμα προς τον βωμό, οι κραυγές του ή η αφωνία του τη στιγμή της σφαγής αποτελούσαν ενδείξεις στις οποίες βασίζονταν… … Dictionary of Greek
γαστερόποδα — Ομοταξία ασπόνδυλων μαλακίων. Περιλαμβάνει είδη που ζουν στις θάλασσες, στα γλυκά νερά και στο χερσαίο περιβάλλον. Το σώμα τους χαρακτηρίζεται γενικά από μια ισχυρή ασυμμετρία πολύ ή λίγο εμφανή και διακρίνεται σε αυτό η κεφαλή, το πόδι, ο… … Dictionary of Greek
Ρέα — Θεά της ελληνικής μυθολογίας, μια από τις Τιτανίδες, κόρη της Γαίας και του Ουρανού. Ήταν σύζυγος του αδελφού της Κρόνου και μητέρα της Εστίας, της Δήμητρας, της Ήρας, του Άδη, του Ποσειδώνα και του Δία. Ο Κρόνος καταβρόχθιζε όλα τα παιδιά που… … Dictionary of Greek
Σεμέλη — I Αρχαία ελληνική θεότητα, χθόνιας φύσης. Θρακικής πιθανόν καταγωγής, στην Ελλάδα συσχετίστηκε με τη λατρεία του Διονύσου και κατά τη θηβαϊκή παράδοση θεωρήθηκε κόρη του ιδρυτή των Θηβών Κάδμου και της Αρμονίας. Ήταν ερωμένη του Δία και απ’ αυτόν … Dictionary of Greek
Τιτυός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γίγαντας, γιος της Γαίας ή της Ελάρας. Κατά την επικρατέστερη άποψη ήταν γιος της Eλάρας και του Δία, αλλά επειδή ο θεός τον έκρυψε, όταν ήταν βρέφος, στα σπλάχνα της Γης (Γαίας), θεωρήθηκε ότι ήταν γιος της. Ο… … Dictionary of Greek
άντερο — το 1. το έντερο* 2. στον πληθ. τα άντερα γενικά τα εντόσθια, τα σπλάχνα 3. φρ. «στριμμένο άντερο» ο δύστροπος «μου γυρίζουν τ άντερα» αισθάνομαι αηδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. άντερον, με προληπτική ανομοίωση του ε σε α ή παρετυμολογική σύνδεση προς… … Dictionary of Greek